Γέμισαν αγάπες τα σοκάκια,
γέμισαν τα μάτια μου καημό.
Έλα πριν με πνίξουν τα φαρμάκια,
δεν μπορώ να διώξω απ’ το μυαλό:
Κάποια γιορτή, κάποιο μπαλκόνι, κάποιο Μάρτη
και την αγάπη να ξυπνάει στο Μυστρά,
πάνω στο κάστρο αγναντεύοντας τη Σπάρτη
και τον Ευρώτα να κυλάει σαν τη χαρά.
Έγειρε ο ήλιος μες στο βράδυ,
έγειρα μες στ’ όνειρο κι εγώ.
Μου χαμογελάνε δυο φαντάροι,
όμως πώς να διώξω απ’ το μυαλό:
Κάποια γιορτή, κάποιο μπαλκόνι, κάποιο Μάρτη
και την αγάπη να ξυπνάει στο Μυστρά,
πάνω στο κάστρο αγναντεύοντας τη Σπάρτη
και τον Ευρώτα να κυλάει σαν τη χαρά.