Κρυφάκουσα να συζητούν
αγκαλιαστά δυο πόνοι,
δυο νέοι ογδοντάχρονοι
σ’ ένα τραπέζι μόνοι.
Δεν τελειώνουν οι γυναίκες,
η ζωή τελειώνει,
και οι άντρες όπως ήρθαν
ξαναφεύγουν μόνοι,
και οι άντρες όπως ήρθαν
ξαναφεύγουν μόνοι.
Κρυφάκουσα, κρυφάκουσα,
όπως στο λέω τ’ άκουσα.
Κρυφάκουσα να συζητούν
μονάχοι σε μιαν άκρη,
δυο πίκρες και δυο βάσανα
να κλαιν με μαύρο δάκρυ.
Δεν τελειώνουν οι γυναίκες,
η ζωή τελειώνει,
και οι άντρες όπως ήρθαν
ξαναφεύγουν μόνοι,
και οι άντρες όπως ήρθαν
ξαναφεύγουν μόνοι.
Κρυφάκουσα, κρυφάκουσα,
όπως στο λέω τ’ άκουσα.