Έπεσε ο άνεμος, σιωπή. Στη γωνιά της κάμαρας,
ένα αλέτρι συλλογισμένο, περιμένει τ’ όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά, το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.
Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο,
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας οι δυνατοί,
είναι οι ξωμάχοι κι οι προλετάριοι,
κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο βράχο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, δεν είναι μονάχα στα μητρώα των φυλακών,
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, είναι οι πυκνές σιδηροδρομικές γραμμές,
που διασχίζουν το μέλλον.
Κι η καρδιά μου εμένα, τίποτα πιότερο συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι,
που κάνει καλά τη δουλειά του.