Σ’ ένα χαράκι τ’ αοριού, χτυπώ την κεφαλή μου,
απού ‘παιξα την μπαλωτιά και μου ‘φυγες, πουλί μου.
Εγώ ‘μαι απού τα ‘ριχνα, στσι πλάτες τα μαλλιά σου,
και τα ‘λουζα στα δάκρυα, που ‘βγανα, του σεβντά σου.
Πέ μου, κρυφά πως μ’ αγαπάς, στα φανερά να κλάψω,
και, του Θεού μου, τη χαρά που έχω, να φωνάξω.
Σημείωση
Το «Χαράκι» (στην κρητική διάλεκτο) = πέτρα, βράχος