Σγούρηνε η φωνή μου στο αμάν επάνω
μια στιγμή αν άντεχε, νόμιζα σε φτάνω.
Παίξανε τα χείλη γράμματα δικά σου
και τα λόγια αλλάξανε κι είπα τ’ όνομά σου.
Με το αμάν και με το άχι
η καρδιά μου κλαίει μονάχη.
Πνίγηκε η φωνή μου, στο αμάν βουλιάζει
άστρα και δάκρυα βούτηξε και βγάζει.
Σώπασαν τα χείλη, η σιωπή σαστίζει
κι ένα στόμα αόρατο το αμάν αρχίζει.
Με το αμάν και με το άχι
η καρδιά μου κλαίει μονάχη.