Όταν έπεσε η νύχτα μαζεύτηκες.
Κι ήρθες τόσο κοντά, που δεν άφησες χώρο
ν’ απλώνω τα χέρια μου.
Μα δεν βλέπεις λοιπόν
πως η ώρα περνά, πως ο Θεός μου μετρά
τις μέρες, και βιάζομαι;
Πότε να βγει ο ήλιος,
να σε στείλω, στο σύμπαν να μαζεύεις λουλούδια.
Να σε στείλω στην άνοιξη να μου φέρεις νερό.