Τις νέες συλλογίζομαι στις απομακρυσμένες
Τις επαρχίες τα χλωμά και κρύα δειλινά
Όταν πίσω απ’ το τζάμι τους κοιτάν στηλά στο δρόμο
Κι αναστενάζουνε γιατί κανένας δεν περνά
Πότε θα ’ρθει πότε θα ’ρθει τα γαλανά
Βασίλεια της χίμαιρας μ’ ερωτικά ανοιγμένη
Την αγκαλιά κι ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη
Αχ και γιατί τόσο πολύ ν’ αργεί; Τι περιμένει;
Όπου ανταλλάσσουν καρτ ποστάλ «Ιδίως τοπία κι άνθη»
Και διατηρούν ρομαντική, κρυφά, αλληλογραφία
Με κάποιον νέον που μ’άπειρα χαρίσματα τον πλάθουν
Κι εκείνος είναι ένας γραφεύς σε κάποια Δημαρχία