Όταν της γης επλήθυναν οι πόνοι
κι απόμειναν στην αγροτιά τα χερσοχώραφα
τότες εσηκώθεις άπλωσες γενειάδες
τότες εσηκώθεις ανέμισες μαστίγια
και πήρες να καλπάζεις σαν άνθος σαν φωτιά
Μπορασίτα Μπορασίτα
για την Πρωτεύουσα τραβώ
για να βρω τον αφέντη
που ‘πε να με φωνάξουν…
Τρέμει όλη η γη, απ’ τα μαχαίρια τρέμει
κι ανοίγεται στου δειλινού το γοργοπέρασμα
τρέμει όλη η γη και η πεζούρα πέφτει
στην παράδοσή της στην μαύρη ερημιά