Εγώ έβλεπα από ψηλά βλάστηση μαγεμένη μάτια μου γλυκά
και ζήλεψα την τύχη σου κι ήρθα να κολυμπήσω
Εγώ κοιτούσα στα ψηλά τα διάφανα νερά σου
κι έλεγα να ‘ταν να πετώ να της το τραγουδήσω
Που είναι τα δέντρα τα ψηλά ποιος διάβολος τα πήρε ποια άγρια φωτιά
κι είναι αδειανά τα μάτια σου και το χαμόγελό σου
Κι εσύ στ’ αγέρι που άστραφτες κόκκινη πεταλούδα
που τα ‘κρυψες τα χρώματα σε ποιον τρελό εχθρό σου
Δεν είχα χρώματα εγώ στα πέπλα στα φτερά μου να σου ορκιστώ
μα έβλεπα τον παράδεισο σε αυτής της γης τους κήπους
Κι άστραφτα σαν αυγερινός με τ’ όνειρο να πιω νερό
απ΄ το ποτάμι που έβρεχε της όχθης σου τους ήχους
Ποτέ δεν είχε δέντρα εδώ λουλούδια μυρωμένα να σου ορκιστώ
μα με έπνιξαν τ’ αρώματα βασιλικού και δυόσμου
Όταν σε γέννησε το φως στο λαμπερό αιθέρα
ήσουν το θαύμα που έλυσε την κόλαση εντός μου
Τώρα να φύγω στα ψηλά να σ’ αντικρύσω πάλι σαν την ερημιά
που όλο γεννάει έρωτες και φόνους στη καρδιά μου
Ή να χαθώ παντοτινά να σβήσει το φεγγάρι
να σβήσουν κι όσα νόμιζα πως ήτανε δικά μου
Τώρα να φύγεις για να δω να σε ικετεύουν τ’ άστρα πάνω στο χορό
Είσαι μια πλάνη πορφυρή μια μαγεμένη θλίψη
‘Η να σκορπίσω στα θεριά τη μηχανή του νου μου
να δείξει η οθόνη μου με μιας του κόσμου όλη τη δύση