Άνεμος και Παναγιά*,
τα ματάκια σου με κλαίνε.
“Δώσ’ μας τρεις και πάρε τη μια”,
οι γειτόνοι σου μου λένε.
Πιάστε κορίτσια το χορό
κι εγώ θα τραγουδήσω,
κόκκινα χείλη αγαπώ
και πώς να τα φιλήσω.
Δελφίνια ταξιδεύουνε
σε πελαγίσιες στράτες
κι οι φίλοι μου ψαρεύουνε
ξανθές και μαυρομάτες.
Τρία χρόνια ορφανός
κι άλλα δύο στο Μισίρι,
ασκητής και μοναχός
ήμουν σ’ ένα μοναστήρι.