Πόσο μικρός είναι ο άνθρωπος
κι ο πόνος τι μεγάλος
πόσο είναι ο κόσμος έρημος
σαν δε σε νιώθει ο άλλος.
Πόρτα κλειστή με σιδεριά
διπλά μανταλωμένη
Βρύση χωρίς σταλιά νερό
βρύση μαρμαρωμένη
Έλα πάλι, και δώσε μου το χέρι
μια γωνιά, να μπω να ζεσταθώ
Στάλα βροχής ο άνθρωπος
στέρνα γεμάτη ο πόνος
δρόμος ο κόσμος έρημος
κάθε διαβάτης μόνος.
Φύλακες με νεκρή ματιά
παράδεισος χαμένος
κήπος που γίνηκε όνειρο
κήπος παραμυθένιος.