Ποιος είδε πράσινο δενδρί
μαυρομαλλούσα και ξανθή
να `χει τα γεράνια φύλλα
μαύρα μάτια μαύρα φρύδια.
Και στην κορφή μαλάματα
ματάκια με τα κλάματα.
Ε κι έσκυψα να πιω
μαύρα είναι τα μάτια π’ αγαπώ
για να πιω και να γιομίσω
μαύρα μάτια να φιλήσω.
Κι έπεσε μου μαντήλι μου
καημό πού `χουν τα χείλη μου
αυτό που μου κεντούσανε
και μου το τραγουδούσανε.