Τρυπάει τη νύχτα η βροχή κι εγώ στο παραθύρι,
σαν αδειανό ποτήρι στα χέρια του μπεκρή,
και την καρδιά μου όλο ρωτώ στη λησμονιά πως πάνε,
ποιο δρόμο ακολουθάνε, να φτάσω ως εκεί.
Εσύ την προδοσία πως άντεξες, Χριστέ μου,
τον τρόπο έλα, πε’ μου ορθός για να σταθώ,
εγώ δεν έχω δύναμη να ξαν’ αναστηθώ.
Κομπολογιάζω τις στιγμές για να περνάει ο χρόνος
μα δίπλα μου ο πόνος τις χάντρες μου κρατά,
και στο ταβάνι τ’ ουρανού η νύχτα μένει αιώνας,
Θεέ μου, τι χειμώνας, στην έρμη μου καρδιά.
Εσύ την προδοσία πως άντεξες, Χριστέ μου,
τον τρόπο έλα, πε’ μου ορθός για να σταθώ,
εγώ δεν έχω δύναμη να ξαν’ αναστηθώ.