Την ώρα τη γλυκιά του δειλινού
ο Στάθης με τα πόδια τα σπασμένα
σαλπάρει, ταξιδεύει με το νου
σε μέρη εξωτικά κι ονειρεμένα.
Και κούτσα κούτσα, όταν πέφτει το σκοτάδι,
γυρνά στο σπίτι του και κλαίει μοναχός.
Αχ, να ξανάκουγε στ’ αλήθεια ένα βράδυ:
“Βίρα τις άγκυρες και πρόσω ολοταχώς!”
Ταξίδευε κι αυτός από παιδί,
μα κάποτε αρόδου στο Σαντιάγκο
να σώσει του λοστρόμου τη ζωή,
του τσάκισε τα πόδια το παλάγκο.
Και κούτσα κούτσα, όταν πέφτει το σκοτάδι,
γυρνά στο σπίτι του και κλαίει μοναχός.
Αχ, να ξανάκουγε στ’ αλήθεια ένα βράδυ,
“Βίρα τις άγκυρες και πρόσω ολοταχώς,
βίρα τις άγκυρες και πρόσω ολοταχώς!”