x

Του Νεκρού Αδερφού (Μου)

Καλλιτέχνης: Sadahzinia
Άλμπουμ:
Συνθέτης: Πενταρίτσας Πάνος
Στιχουργός: Sadahzinia
Είδος μουσικής: Ελληνικό Ραπ
Θεματολογία: Θλίψη Αρρώστια/ Θάνατος Τραγωδία Τεμπών
Έτος Κυκλοφορίας: 2024-02-28

Ποια μοίρα το ‘γραφε βαριά και ποια μου το ‘χε γράψει,
στ’ ανόδευτα που περπατώ, στα δύσβατα που πάω
Εσύ να λείπεις κι εγώ ‘δω δίχως φωνή στη χάψη,
αφρούρητα όλα, απειθαρχώ, σε ψάχνω και το σκάω.
Κάνω το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
το φέγγαρο για συντροφιά για να ‘ρθω να σε βρω.
Έρχουμαι εγώ (στον κάτω κόσμο) για να σε βρω
και να σε φέρω πίσω.

Μα ψάχνοντας σε στη θανή και στη σιωπή της νύχτας,
ανάβω φως μελωδικό κι αρχίζω προσευχή.
Να μη λυγάω τα χέρια μου πάνω σε φόβο ήττας,
προσεύχομαι από μέσα μου παίρνω σου τη φωνή.
Παίρνω τα όρη πίσω μου και τα βουνά μπροστά μου,
βραχνομιλάω στ’ άλογο για να ΄ρθω να σε βρω.
Σου λέω θά‘ρθω (όπου και να ΄σαι) για να σε βρω,
και να σε φέρω πίσω.

Σέρνω πληγή απ’ τον Υμηττό ως τον Αχέροντα εδώ,
ψάχνω το πέρασμα να βρω και αχνογελάς και λέγεις.
«Εδώ είμαι εγώ, πίνω της λίμνης το νερό και τραγουδώ
και ξέρω πιο πολύ από πριν τώρα κοντά μου στέκεις.
Σου λέω «φεύγουμε, ετοίμασαν οι φίλοι σου βεγγέρα,
στερνή φορά τα μάτια σου κι αυτοί κι εγώ να ιδώ.
Βρήκα το δρόμο (στον κάτω κόσμο) για να σε βρω,
και να σε φέρω πίσω.

Στη στράτα που διαβαίναμε αηδόνια κελαηδούσαν.
Δεν κελαηδούσαν σαν πουλιά μήτε και σαν αηδόνια,
μόνο μ’ ανθρώπινη φωνή να μάθουνε ζητούσαν:
«Ποιος είδε φόνου οι φύλακες να κρύβουν την υπόνοια,
της δικης ο λερός βωμός να ν’ της αγάπης θύτης;»,
ρωτούν τ’ αηδόνια κι ήθελα τόσο να σε βρω.
Αν μείνει η λύπη (μονο) στον πάνω κόσμο τι να σε βρω
και να σε φέρω πίσω;

Πάλι μιλάς κι όλο γελάς και με κερνάς λουλούδια,
σαν του πατέρα μας τα μάτια σου όταν γελάν σφαλίζουν,
«Αηδόνια είν κι ας κελαηδούν, τ’ αηδόνια λεν τραγούδια.
Άστα να κόβουν τη σιωπή» – μου λες – «και τη σιωπή να σκίζουν.
Νεκροί είναι οι ζωντανοί στη γη αν η αγάπη λείπει,
πήγαινε εσύ, δος τους κρασί και θα τους βρω».
Μα δεν μπορώ στον πάνω κόσμο (πια) να σε δω
γιατί γυρίζεις πίσω;

Βάζω τον ουρανό κριτή, χίλιους άγιους μαρτύρους,
κείνη τη μαύρη τη στιγμή που τρώει σου τα σπλάχνα.
Αγάπης έγινε αρχή, μεταξένια κλωστή, διχασμός από μύριους ψιθύρους,
γκρέμια και ανοιχτά φτερά μες στης φωνής σας τη βράχνα.
Αλάλητη η βλαστήμια στης μάνας μας τα χείλια,
ανάστατη η καρδιά της τρομάζει τη λαλιά της.
Στο μυριανάθεμά της βοτάνια και ασφοδύλια,
μια μυστική ανάσταση σαν απεράντιος χάρτης.
Με γνέφια, και ψηλές κορφές, άνοιξες, καλοκαίρια,
οράματα ηλιοφτέρωτα, λογάρια κι αντιπροίκια,
στου σκύλου μου το βλέμμα δυο ολόφωτα αστέρια.
Δικός σου ο κόσμος – τράβα! Έμαθες την αλήθεια:
Στου θάνατου το διχτύ πρώτα είμαστε ανθρώποι, όχι λύκοι
πρώτα είμαστε ανθρώποι, όχι λύκοι.

Σημείωση

Αφιερωμένο στη μνήμη των θυμάτων των Τεμπών που πριν ένα χρόνο ακριβώς δολοφονήθηκαν, και σε κάθε άνθρωπο που χανεται άδικα και ο χαμός του συγκαλύπτεται, όπως του αδερφού μου Ανδρέα – Οδυσσέα Τσιαμπόκαλου.