Σε αγαπώ, τσαχπίνα μου, αλάνικο,
γιατί είσαι απ’ τον Περαία.
Θέλω κι εσύ να μ’ αγαπάς, τσαχπίνικο,
να κάνουμε παρέα.
Όταν σε πρωτογνώρισα, αλάνικο,
μου ’κανες πεισματάκια
και την καρδιά μου γιόμισες, τσαχπίνικο,
από πολλά φαρμάκια.
Κι έτσι καιρός επέρασε, αλάνικο,
τα μαύρα σου ματάκια
ζηλέψανε τα μάτια μου, τσαχπίνικο,
να γίνουνε ταιράκια.
Τώρα που σμίξαμε τα δυο, αλάνικο,
γιατί με βασανίζεις
και κάθε μέρα μια γουλιά, τσαχπίνικο,
φαρμάκι με ποτίζεις;