Στην άκρη του παράδεισου
περνούσες μεσημέρι
κι απ’ τη φωτιά της κόλασης
σ’ απλώσανε το χέρι.
Και σου ζητούν λίγη δροσιά
να βρέξουνε τα χείλια
γιατί είναι πιο ξερή η καρδιά
κι απ’ τα ξερά τα φύλλα.
Εγώ ήμουν που σου ζήτησα
νερό και να δροσίσω.
Και μήτε φύλλο πράσινο
μου ‘δωσες να μυρίσω.
Στην άκρη του παράδεισου
μέσα στη γειτονιά του
σε ρώτησε ένας άγνωστος
τι γράφουν τα χαρτιά του.
Και του ‘πες πως κληρώθηκε
τον πόνο στη ζωή του
να βλέπει τον παράδεισο
από την κόλασή του.