Στο φτωχοκαπηλειό της φτωχογειτονιάς,
μέσ’ στη φτωχοαθήνα,
τα φτωχαδάκια έρχονται και φτωχομερακλώνονται,
με τη φτωχορετσίνα.
Αχ, να `μουν όμορφη στη φάτσα
και πολύ κομπλέ στα μάτσα,
αχ, αχ, αχ, και να `χα κι από πάνω,
έναν θειο Αμερικάνο.
Φτώχεια, φτώχεια, αμάν, ρε, φτώχεια,
μ’ έκαψε η συντροφιά σου,
μ’ έκαψε η παρέα σου,
χίλια δυο τα βάσανά σου,
λίγα τα ωραία σου.
Στο φτωχοκαπηλειό, οι φτωχοστεναγμοί
και τα φτωχομεράκια,
αμέσως διαλύονται, μια και πηγαινοέρχονται,
φτωχοκατοσταράκια.
Αχ, να `χα σπίτι, με κουζίνα,
με γκαράζ και λιμουζίνα,
Αχ, να `χα φίλη τη Μονρόε,
να της πω, ” Κάτσε και τρώε “.
Φτώχεια, φτώχεια, αμάν, ρε, φτώχεια,
μ’ έκαψε η συντροφιά σου,
μ’ έκαψε η παρέα σου,
χίλια δυο τα βάσανά σου,
λίγα τα ωραία σου.