Θα ’ρθω στους λόγγους, στα βουνά
να ψάχνω μέρες και νυχτιές
για να σε βρω αϊτέ μου.
Μέρα τον ήλιο συντροφιά
τα βράδια δρόμος φωτεινός
αστέρια δυο, καλέ μου.
Στο χέρι ένα γαρούφαλο κομμένο ματωμένο
να στο χαρίσω δροσερό να το φοράς στο πέτο.
Κι όλοι θα ’χουν για να λένε το γαρούφαλο και σε
σταυραϊτέ μου αγαπημένε όμορφέ μου αητέ.
Πήρα τις στράτες, τα στενά
ρωτώ τα γνέφια, τις κορφές
που θα σε ιδώ, αϊτέ μου
πέταξες, μου ’παν αψηλά
και να μην ψάχνω να σε βρω
δε θα σε ιδώ ποτέ μου.
Στο χέρι ένα γαρούφαλλο γερμένο, μαραμένο
να το κοιτώ, να το ρωτώ γιατί `σαι λυπημένο.
Κι όλοι θα ’χουν για να κλαίνε το γαρούφαλό και σε
σταυραϊτέ μου προδομένε όμορφε μου αητέ.