Στον έβδομο
χτυπούσε ο ήλιος τρυφερά το τζάμι,
στον έβδομο
μαζί με σένα έχω φτάσει ουρανό συχνά.
Σαν έντομο
που λίγες ώρες στην ζωή του φτάνει,
επίμονο
κουνώντας δυο μικρά φτερά για μιας στιγμής χαρά.
Όσα έχω να σου δώσω
μακρυά σου πριν νυχτώσω,
τα’ χω κρύψει από τον κόσμο
σαν παιδί.
Όσα είσαι εσύ για μένα
τα φτερά σου τ’ ανοιγμένα
κι η φωνή σου
όταν γυρνάω το κλειδί.
Τα κύματα
που σπάνε πάνω στη γαλάζια οθόνη,
μου παίρνουνε
μακρυά το νου μου απ’ τη δουλειά
για μια εκδρομή ξανά.
Το χέρι μου
στο μπράτσο βρίσκει ένα κουμπί και ισιώνει
τη στάση αυτή
που παίρνει η πλάτη μου όταν χάνομαι πολύ βαθιά