Της χαραυγής ο άνεμος
δεν ξέρω αν θα φυσήξει
κι αυτή η πόρτα η κλειστή
από χαρά αν θα τρίξει.
Να τρέμει πάλι το νερό
το φως ν’ ανατριχιάζει
κι εγώ ν’ ακούω μια φωνή
ξανά να μου φωνάζει.
Αχ, στεγνό μου στόμα
τι θα πεις ακόμα
μέχρι να δροσίσει
ο αέρας να φιλήσει
την ξερή σου γη;
Αχ, πικρό μου σώμα
πόσο πια ακόμα
στην πίκρα σου θα λιώνεις
κι ακόμα θα δηλώνεις
στον πόνο υποταγή;
Της ξενιτιάς ο έρωτας
δεν ξέρω αν θα ‘ρθει πίσω
τη σκόνη από τα ρούχα μου
να βρω και να σκορπίσω.
Κι όπως περνάει ο άνεμος
με χέρια νοτισμένα
ν’ αγγίξει φύλλα και κλαδιά
σε δέντρα μαραμένα.