Στον παράδεισο που πήγα
κάπου την ψυχή μου είδα
στους μπαχτσέδες αραγμένη
όμορφη κι ευτυχισμένη.
Ήταν σ’ ένα καφενείο
κι έτρωγε χταπόδι κρύο
κι είχε γύρω της ρεμπέτες
αγαπητικούς και ψεύτες.
Βρε ψυχή μου γεια χαρά σου
πίνω για την ομορφιά σου.
Πίνω και για την παρέα
στου παράδεισου τα ωραία.
Δυο αγγέλοι πολιτσμάνοι
θυμιατίζουν με λιβάνι
κι ο Τσιτσάνης με το Χιώτη
νοσταλγούσανε τη νιότη.
Σ’ ένα πράσινο φεγγάρι
κάνει ο Μάρκος το βαρκάρη
μ’ ένα γύφτο μαστουρώνει
απ’ του μπουζουκιού τ’ αφιόνι.