Μέτραγα ανάποδα ν’ ανάψει το φανάρι
μέτραγα πόσα προσπερνούσαν φορτηγά.
Σαββατοκύριακα στη βόλτα με τ’ αμάξι,
με το ραδιόφωνο τραγούδαγες σιγά.
Στ’ αποκριάτικα τα πάρτυ γενεθλίων
ήσουν ο σούπερμαν κι εγώ μικρός ζορό.
Φωτογραφίες μ’ αγκαλιές πάνω στον τοίχο,
τρέχει ο χρόνος και γλιστράει σα νερό.
Πως με τρομάζει να σε βλέπω να σαστίζεις,
πως με πονάει που δε με γνωρίζεις πια.
Όσα ο νους μπορεί να θέλει να ξεχνάει,
μα δεν μπορεί να μη θυμάται η καρδιά.
Μιλάς συνέχεια για κάποιο παρελθόν σου
κι όλοι τριγύρω σου ξανά θα συστηθούν.
Όλο φωνάζεις ότι θες να πας στο σπίτι,
μα είσαι σπίτι μ’ όλους όσους σ’ αγαπούν.