Ένα παιδί τριανταφυλλί
ήρθε μου πήρε το φιλί
κι έγινε δέντρο αμάραντο
μες στην παρθένα πλάση.
Δεν τη γνωρίζω την ιτιά από την πέρα όχθη,
δεν την ανάβω τη φωτιά σ’ απρόσιτη κορφή.
Λυθήκανε τα χέρια μου, λύγισε το κορμί μου,
εκεί που δέντρο ατίθασο σκύβει για να λουστεί.
Εκεί που η νύχτα χάνεται μες στ’ ουρανού τα δάση,
εκεί που εσύ περίμενες τ’ άστρο σου να σβηστεί.
Ποιος θα μπορούσε να το πει
πως ήμουν ήλιος το πρωί
και μια φωτιά τη Δύση.