Δυο μαύρα, αλλόκοτα πουλιά
σταθήκαν στην αυλή μου.
Στο πρόσωπο σου έχουν φωλιά
μα τρών’ απ’ την ψυχή μου.
Να φύγουν θέλουν μακριά
ή να ζυγώσουν τάχα,
καθώς λικνίζονται στο φως
μεγάλα και μονάχα;
Να `ξερα τι μου λένε
χωρίς να μου μιλάνε,
τα μάτια σου που κλαίνε
κι όταν χαμογελάνε.