Όταν σου έφερνα χρυσάφι και σε στόλιζα
μου είχες δώσει το κορμί και το μυαλό σου,
και ξαφνικά μια μέρα ήρθε και κατάλαβα
πως την καρδιά την είχες για τον εαυτό σου.
Ήταν οι σκέψεις σου κρυφές, χωρίς συναίσθημα
και κάποιο ένστικτο μου έλεγε να φύγω,
κι όταν τις νύχτες το χορό του πόνου έστηνα
μια αγωνία είχα από σένα να ξεφύγω.
Θεέ μου, πως μπόρεσα
και σε συγχώρεσα;
Θεέ μου, τι έκανα;
Μόνη μου πέθανα!
Θυμάμαι τότε που με έλεγες “αγάπη μου”
και κάποιο δάκρυ απ’ τα μάτια σου κυλούσε
μου είχες πει ότι ποτέ ο τρίτος άνθρωπος
μες στη δική μας αγκαλιά δε θα χωρούσε.
Τώρα αλλάξανε πολλά και χιονιστήκανε
και η ψευτιά σου σαν το σκιάχτρο με τρομάζει
κι η μοναξιά μπήγει τα νύχια της στη σάρκα μου
και μένει δίπλα μου ως την ώρα που χαράζει.