Κίτρινη γη που γεύτηκα,
πράσινα τα όνειρά μου,
πριν πρασινίσει το δεντρί,
πριν ξεμυτίσει η χαραυγή.
Βουβή, γυμνή κι ανήμπορη,
δεμένη σε κλουβί,
αγνάντευα το άλογο
να φεύγει, ν’ αρμενίζει.
Κι όλα να γίνονται εκεί
χωρίς τον λόγο, τη φωνή,
το χάδι, την ζωή μου.
Κι όταν το πράσινο άλογο
θα χλιμιντρίσει πάλι,
τότε θα πω το όνομα,
θ’ ανοίξω, θα δακρύσω,
τότε θα πω το όνομα,
θα βγω και θα μιλήσω.