Στέκομαι ακίνητος στο τέρμα της γραμμής
και μια περίπολος συνέχεια με κυκλώνει,
ένα φεγγάρι που ξεπέφτει καταγής
και με την άβυσσο τα βάζει και θυμώνει.
Είσαι το ίχνος του στο μαύρο ουρανό,
άδικη νύχτα μες το άδειο το μυαλό μου,
νιώθω το τρίξιμο στις ράγες σα λυγμό
και τη σκανδάλη να σκουριάζει στο επ’ ώμου.
Ζητάω τσιγάρο όπως πάντα δανεικό
και κομματιάζομαι στην τσίγκινη την πύλη,
απ’ την Κολούμπια το σέρτικο λαϊκό,
μια γύρα ακόμη σε διψασμένα χείλη.