Το αίμα σαν νερομπογιά
πουλιόταν μια δεκάρα
κι η λεβεντιά με την οργιά
ξεψύχαγε στα κάρα
Μα εγώ σου το ‘πα στον καιρό
κι ήτανε φως φανάρι
προτού να μπούμε στο χορό
λαθέψαμε στ’ αχνάρι
και κανένας δε ρωτούσε
το στρατί για που τραβούσε
Μαντάτα ήρθαν στα χωριά
και κλαιν τα καταράχια
και πάλι στην ανηφοριά
τσαπράζια και σελάχια
Εμείς στα χέρια τα σπαθιά
κι οι άλλοι με τα λόγια
στην άμμο χτίζαν με πλιθιά
ανώγια και κατώγια