Άρρωστο φως πάνω στον βρώμικο τον τοίχο
άγρια σιωπή σ’ αυτήν την κρύα φυλακή
κάποιας καμπάνας φέρνει ο άνεμος τον ήχο
θα ξημερώνει Κυριακή
Εγώ το ήπια το ποτήρι και θ’ αντέξω
με συντροφιά την θύμησή του την πικρή
μα εσείς που ζείτε και γελάτε τώρα απ’ έξω
εσείς θα είσαστε οι νεκροί
Τα χρόνια φεύγουν από πάνω μου σαν φύλλα
είμαι ένα δένδρο στην αλμύρα του γιαλού
μα μη μου λέτε για ντροπή και για σαπίλα
να την ζητήσετε κάπου αλλού