Είν’ ανθρωπιά αυτή,
σε μια τόσο πλούσια γη,
να πεινάνε τα παιδάκια,
να ζητάνε ψιχουλάκια
και να ‘ρνιούνται οι τρανοί;
Πως να μη χαθεί
ένα νηστικό παιδί;
Μεσ΄ στο κρύο και στα χιόνια
με εφτά και δέκα χρόνια
και κουρέλι τη ψυχή.
Τούτη η γη δεν ειν΄ φτωχή,
μα τη κάνουν οι τρανοί,
να στερείται το φαΐ,
την αγάπη, το φιλί.
Για τον πόνο κάθε τόπου,
φταίει το μυαλό του ανθρώπου.
Τι δαιμόνιο ειν΄ αυτό,
που τρυπάει και το Θεό
και μας τρώει το καλό;
Η ζωή μεσ’ στα σκουπίδια,
τα μυαλά αποκαΐδια.
Ποιος να ‘ρθεί να μας γλιτώσει
αφού εμείς που είμαστε τόσοι,
δεν ορμάμε στ’ άδικό;
Τούτη η γη δεν ειν΄ φτωχή,
μα τη κάνουν οι τρανοί,
να στερείται το φαΐ,
την αγάπη, το φιλί.