Ως είναι η σπίθα λαμπερή στη χόβολη χωσμένη (ώπα) ετσά `ναι κι η αγάπη μου κρυφή μα μπιστεμένη.
Επότιζά σε ροδαριά και σ’ έκανα μεγάλη κι έκανες ρόδα στα κλαδιά να τα μυρίζω πάλι.