x

Χορός Ωκεανίδων

Καλλιτέχνης: Μάνου Αφροδίτη Σιδέρη Ισιδώρα
Άλμπουμ: Λαϊκή Ανθολογία Βάρναλη
Συνθέτης: Ζουγανέλης Γιάννης
Στιχουργός: Βάρναλης Κώστας
Είδος μουσικής: Έντεχνο
Θεματολογία: Ζωής
Έτος Κυκλοφορίας: 1977

Αν ταράζουνε γης, ουρανό και πελάη
και με πάνε μακριά, με τινάζουνε πλάι
των αβύσσων πλουτώνειοι θυμοί
κι αν τον δρόμο μου χάνω σε τόση μαυρίλα,
αντηχάνε βαθιά στης καρδιάς μου τα φύλλα
της οργής οι μεγάλες βροντές.
Δε σε χάνω ποτές.

Στην κορφή του νερού, στον αγέρ’ ανεβαίνω
να κορμί στον αφρό και στην άρμη δεμένο,
να κορμί σαν λαμπάδα χυτό,
σαν τριαντάφυλλο νέο, της αυγής πρώτη γνώρα.
Να κι αστήθι σαν ρόδι σφιχτό,
που μ’ αγάπη και πόνο για σε
το φροντίζω, χρυσέ!

Τα βαριά σου βλέφαρα, Αγνέ, σήκωσέ τα,
τα ρουθούνια, που πάγοι τα κλείουν, άνοιξε τα,
μες στα σπλάχνα σου να μπει φως,
του κορμιού μου το φως, η ευωδιά του συνάμα,
του κορμιού, που λυγάει σαν νερόφιδο, θάμα
κι ένας κόσμος ωραίος, μυστικός
στην ψυχή σου γλυκά να χυθεί,
τη βαριά και παθή.

Πλούσια δώρα σου φέρνω, ό,τι μπόρεσα να ‘χω
κουβαλήσει μ’ αγάπη στον άξενο βράχο.
Ω! καθώς σε νερά γαληνά
τα ψηλά και σπιθιροβόλα πέφτουν ουράνια,
την αυγή ρουμπίνια και το δείλι γεράνια,
και τα πράσινα γύρα βουνά,
κι ο κατάφορτος ήλιος ορτός
πα στη γη καρφωτός,
σε ψυχή μου και σάρκα, τα δύο πελαγίσια,
οι ομορφάδες της πλάσης, του ονείρου τα ηλύσια
καθρεπτίζονται, σβήουν ως αφρός
και με πιότερο λάμπος ξανά μεταδένουν
μιας στιγμής φαντασίες, που για πάντοτε μένουν,
δέξου τα μου κι ως πριν αλαφρός
από πάνω σου διώξε τη μοίρα
τη κακιά και τη στείρα.

Τα λουλούδια από χώρες, που ο ήλιος τες πνίγει
σε γαλάζια, χρυσά, κατακόκκινα ρίγη,
των πουλιών τα τραγούδια, που αχούν
σε νερά, σε κλαριά, με φεγγάρι και μ’ ήλιο,
της ζωής τη χαρά, της χαράς το βασίλειο,
όπου πάω και σταθώ μ’ ακολουθούν,
όλο ζέστα, ευφροσύνη και φως
το τραγούδι κι ο ανθός.

Τα χρυσά μου μαλλιά στα νερά τα ξαπλώνω,
τα μαλλιά μου στα χέρια ψηλά τα σηκώνω
δίχως βάρος μετάξι λεπτό,
την πληγή σου αν μπορούσαν να φτάνανε λίγο,
θα δενόμουνα γύρα, ποτές να μη φύγω,
τον καημό της εγώ να βαστώ
κι όταν σκόζουν βοριάδες αγρίμια,
να σου σκέπω τη γύμνια.