Πάλι ύπνος δε με πιάνει
συλλογιέμαι και πονάω
και κοιτάω το ταβάνι
τους καημούς μου τους μετράω.
Είναι η χαρά που λείπει
το όνειρο που περισσεύει
κι έχω μέσα μου μια λύπη
μια φωτιά που με παιδεύει.
Ξαφνικά ο δρόμος έξω αντηχεί,
γέλια αστεία και τραγούδια στη βροχή.
Χαροκόποι θα `ναι σίγουρα κι αγύρτες,
κάποιοι ευτυχισμένοι αλήτες.
Αλυσίδα δεν υπάρχει να τους δένει
μήτε σπίτι μήτε οικογένεια μήτε,
αν υπάρχουνε ακόμα ευτυχισμένοι
ή μικρά παιδιά θα είναι ή αλήτες.
Η βροχή χτυπάει στα τζάμια
στο μεδούλι μου το κρύο,
μ’ έφαγε η ζωή η λάμια
το ανήμερο θηρίο.
Ο φτωχός βαρυγκομάει
και ο πλούσιος θέλει κι άλλα
κι έτσι η ζωή μας πάει
ανηφόρα και τρεχάλα.
Ξαφνικά ο δρόμος έξω αντηχεί,
γέλια αστεία και τραγούδια στη βροχή.
Χαροκόπι θα `ναι σίγουρα κι αγύρτες,
κάποιοι ευτυχισμένοι αλήτες.
Αλυσίδα δεν υπάρχει να τους δένει
μήτε σπίτι μήτε οικογένεια μήτε,
αν υπάρχουνε ακόμα ευτυχισμένοι
ή μικρά παιδιά θα είναι ή αλήτες.