x

Τεντούκι

Παίξαμε, χορέψαμε, τραγουδήσαμε μέχρι που άρχισε να χαράζει.
Τότε ο Μανδρακούλος είπε: «Ήρθε η ώρα! Γυρίστε τα παιδιά στα σπίτια τους.»
Οι χήνες πήρανε τους φίλους μου και πετάξαν για την πόλη.
Εγώ όμως που ήθελα να δω τη συνέχεια πήγα και κρύφτηκα πίσω από ένα θάμνο και ξαπλωμένος ανάσκελα, τεντούκι, πάνω στο χιόνι, που δεν ήταν κρύο αλλά ζεστό και μαλακό σαν βαμβάκι, τους έβλεπα να ξεμακραίνουν, μέχρι που χάθηκαν ψηλά, μες στην καρδιά του ουρανού.