Εννιά μαχαίρια μάλωναν
ποιο κόβει ποιο ματώνει
ποιο θα διαλέξει ο χάροντας
να το φοράει στη ζώνη.
Και κάποιο μαχαιρόπουλο
στη ρεματιά, στο ρέμα
να μεγαλώσει έπινε
αντίς για γάλα αίμα.
Μα το μεγαλομάχαιρο
πεντάπικρή μου αγάπη
η μοναξιά μου το ‘σπρωχνε
ως της καρδιάς τα βάθη.