Να ‘ταν ο φόβος κάτεργο
που ο αφρός τσακίζει
και ο καημός χαμόκλαδο
που ο άνεμος χτυπά.
Παραμιλάει ο τρυγητής
τους όρκους και τα πάθη
όσα ο ίδιος έπνιξε
στης κούπας το βυθό.
Να ‘ταν το όνειρο καρπός
μες στο ξερό το χώμα
που περιμένει σιωπηλό
το χάδι της βροχής.
Στριφογυρνάει ο άνεμος
ιπτάμενος δερβίσης
κι ένας ασίκης μοναχός
χλευάζει τον καιρό.