Στα χέρια μένει το σφυρί
Και δε χτυπά στ’ αμόνι
Σε πήρανε ώρα πρωί
Κι η μέρα δε στεριώνει
Σε πήραν χέρια και σπαθιά
Κι εσύ γελάς του ανέμου
Κρατάς του χάρου συντροφιά
Το χέρι του ακριβέ μου
Παιδί η ανάσα σου βαριά
Να κάψει το φεγγάρι
Στον τοίχο εστήσαν μια καρδιά
Γράφει το αίμα αχνάρι
Στον τοίχο η ώρα σταματά
Κοντά ’ναι το σημάδι
Κρατάς τα μάτια σου ανοιχτά
Να δεις που πέφτει βράδυ
Κρατάς στα χέρια το υνί
Καρφί βαθύ στο χώμα
Η βάρκα μας ξυλάρμενη
Και περιμένει ακόμα